- βρύκω
- βρύκω και βρύχω (Α)1. μασώ με θόρυβο2. τρώω λαίμαργα3. δαγκώνω4. κομματιάζω, κατασπαράζω5. τρίζω τα δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ-, που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει αποδεκτή η υπόθεση ότι το -κ- του βρύκω είναι υστερογενές αντί του -γ- ή -χ-, τότε το βρύκω θα προέρχεται από ινδοευρ. *gwrūĝ (h) ō και θα συνδέεται με αρχ. σλαβ. gryz, grysti, λιθ. grάužiu, grάužti «τρώω, διαβιβρώσκω» και ίσως αρμ. krcem (< *kurcem).ΠΑΡ. αρχ. βρύγδην, βρυχή(αρχ. -μσν.) βρύγμα, βρυγμός.ΣΥΝΘ. αρχ. αποβρύκω, εμβρύκω, επιβρύκω, επιβρύχω, καταβρύκω, συμβρύκω, υποβρύχω].
Dictionary of Greek. 2013.